- πολυάνδριος
- -ον, Α [πολύανδρος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυανδρία2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάνδριονα) τόπος όπου συγκεντρώνονται πολλοί άνδρεςβ) νεκροταφείο πολλών ανδρών3. φρ. α) «πολυάνδριον κακόν» — η πορνείαβ) «πολυάνδριος τάφος» — νεκροταφείο πολλών ανδρώνγ) «πολυάνδριοι δαίμονες» — πνεύματα που συχνάζουν στα νεκροταφεία.
Dictionary of Greek. 2013.